- περάσῃς
- περά̱σῃς , περάω 1drive right throughaor subj act 2nd sg (attic)περά̱σῃς , περάω 1drive right throughaor subj act 2nd sg (doric aeolic)περάω 2aor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ … Dictionary of Greek